- κουραρισμός
- ο ιατρ.1. η υποβολή ενός ατόμου στην επίδραση κουραρίου ή συνθετικών παραγώγων που δρουν όπως το κουράριο, για θεραπευτικούς σκοπούς2. το σύνολο τών φαινομένων που προκαλούνται από τη χρήση κουραρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. curariration < αγγλ. curarize < αγγλ. curare].
Dictionary of Greek. 2013.